- τιτανικός
- -ή, -όο σχετικός με τους Τιτάνες, γιγάντιος, πελώριος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Τιτανικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτανικός — (I) ή, ό / τιτανικός, ή, όν, ΝΑ [Τιτᾱνες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τιτάνες («τὴν λεγομένην... τιτανικήν φύσιν ἐπιδεικνύσι», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. τιτάνιος, υπεράνθρωπος, υπερφυσικός («τιτανική δύναμη»). επίρρ... τιτανικώς Α κατά τον… … Dictionary of Greek
Τιτανικά — Τιτανικός of neut nom/voc/acc pl Τιτανικά̱ , Τιτανικός of fem nom/voc/acc dual Τιτανικά̱ , Τιτανικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανικῶν — Τιτανικός of fem gen pl Τιτανικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανικόν — Τιτανικός of masc acc sg Τιτανικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανικαῖς — Τιτανικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανικοῖς — Τιτανικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανικοί — Τιτανικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανικοῦ — Τιτανικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτανικούς — Τιτανικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)